σεισμογενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σεισμογενής | η | σεισμογενής | το | σεισμογενές |
γενική | του | σεισμογενούς* | της | σεισμογενούς | του | σεισμογενούς |
αιτιατική | τον | σεισμογενή | τη | σεισμογενή | το | σεισμογενές |
κλητική | σεισμογενή(ς) | σεισμογενής | σεισμογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σεισμογενείς | οι | σεισμογενείς | τα | σεισμογενή |
γενική | των | σεισμογενών | των | σεισμογενών | των | σεισμογενών |
αιτιατική | τους | σεισμογενείς | τις | σεισμογενείς | τα | σεισμογενή |
κλητική | σεισμογενείς | σεισμογενείς | σεισμογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.zmo.ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σει‐σμο‐γε‐νής
Επίθετο
επεξεργασίασεισμογενής, -ής, -ές
- (γεωλογία) που έχει δημιουργηθεί από σεισμό
- (για περιοχή) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σεισμικότητα
- άλλες μορφές: σεισμογόνος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σεισμογενής
|