σαχάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαχάριος | η | σαχάρια | το | σαχάριο |
γενική | του | σαχάριου | της | σαχάριας | του | σαχάριου |
αιτιατική | τον | σαχάριο | τη | σαχάρια | το | σαχάριο |
κλητική | σαχάριε | σαχάρια | σαχάριο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαχάριοι | οι | σαχάριες | τα | σαχάρια |
γενική | των | σαχάριων | των | σαχάριων | των | σαχάριων |
αιτιατική | τους | σαχάριους | τις | σαχάριες | τα | σαχάρια |
κλητική | σαχάριοι | σαχάριες | σαχάρια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαχάριος < Σαχάρα + -ιος < αραβική صحارى (ṣaḥārā), πληθυντικός αριθμός του صحراء (ṣaḥrā: έρημος) < ρίζα ص ح ر (ṣ-ḥ-r)
Επίθετο
επεξεργασίασαχάριος, -α, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Σαχάρα