↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαχάριος η σαχάρια το σαχάριο
      γενική του σαχάριου της σαχάριας του σαχάριου
    αιτιατική τον σαχάριο τη σαχάρια το σαχάριο
     κλητική σαχάριε σαχάρια σαχάριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαχάριοι οι σαχάριες τα σαχάρια
      γενική των σαχάριων των σαχάριων των σαχάριων
    αιτιατική τους σαχάριους τις σαχάριες τα σαχάρια
     κλητική σαχάριοι σαχάριες σαχάρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαχάριος < Σαχάρα + -ιος < αραβική صحارى (ṣaḥārā), πληθυντικός αριθμός του صحراء (ṣaḥrā: έρημος) < ρίζα ص ح ر (ṣ-ḥ-r)

  Επίθετο

επεξεργασία

σαχάριος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με τη Σαχάρα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή ή προέρχεται απ’ αυτή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία