saharien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | saharien | sahariens |
θηλυκό | saharienne | sahariennes |
Επίθετο
επεξεργασίαsaharien (fr)
- σχετικός με τη Σαχάρα
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | saharien | sahariens |
θηλυκό | saharienne | sahariennes |
saharien (fr)