↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαχαριανός η σαχαριανή το σαχαριανό
      γενική του σαχαριανού της σαχαριανής του σαχαριανού
    αιτιατική τον σαχαριανό τη σαχαριανή το σαχαριανό
     κλητική σαχαριανέ σαχαριανή σαχαριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαχαριανοί οι σαχαριανές τα σαχαριανά
      γενική των σαχαριανών των σαχαριανών των σαχαριανών
    αιτιατική τους σαχαριανούς τις σαχαριανές τα σαχαριανά
     κλητική σαχαριανοί σαχαριανές σαχαριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαχαριανός < Σαχάρα + -ιανός < αραβική صحارى (ṣaḥārā), πληθυντικός αριθμός του صحراء (ṣaḥrā: έρημος) < ρίζα ص ح ر (ṣ-ḥ-r)

  Επίθετο

επεξεργασία

σαχαριανός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τη Σαχάρα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή ή προέρχεται απ’ αυτή
    ※  Επεισόδιο μεταφοράς σαχαριανής σκόνης προς τη χώρα μας το οποίο βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη τη Δευτέρα 22/04, αναμένεται να παρουσιάσει κορύφωση την Τρίτη 23/04. Σύμφωνα με τα προγνωστικά στοιχεία του meteo.gr/Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, την Τρίτη 23/04 εκτός από τις πολύ αυξημένες συγκεντρώσεις σκόνης που θα περιορίζουν την ορατότητα, αναμένεται να εκδηλωθούν και λασποβροχές κυρίως στη βόρεια και δυτική χώρα. (https://meteo.gr/article_view.cfm?entryID=3211)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία