↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λασποβροχή οι λασποβροχές
      γενική της λασποβροχής των λασποβροχών
    αιτιατική τη λασποβροχή τις λασποβροχές
     κλητική λασποβροχή λασποβροχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λασποβροχή < λάσπ(η) + -ο- + βροχή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λασποβροχή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • λασποβροχήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)