Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σατινένιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σατινένι
ος
η
σατινένι
η
το
σατινένι
ο
γενική
του
σατινένι
ου
της
σατινένι
ης
του
σατινένι
ου
αιτιατική
τον
σατινένι
ο
τη
σατινένι
η
το
σατινένι
ο
κλητική
σατινένι
ε
σατινένι
η
σατινένι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σατινένι
οι
οι
σατινένι
ες
τα
σατινένι
α
γενική
των
σατινένι
ων
των
σατινένι
ων
των
σατινένι
ων
αιτιατική
τους
σατινένι
ους
τις
σατινένι
ες
τα
σατινένι
α
κλητική
σατινένι
οι
σατινένι
ες
σατινένι
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σατινένιος
<
σατιν(έ)
+
-ένιος
Επίθετο
επεξεργασία
σατινένιος, -α, -ο
που δίνει την
αίσθηση
ότι
βλέπεις
ή
αγγίζεις
σατέν
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σατινέ
Συνώνυμα
επεξεργασία
απαλός
λείος
στιλπνός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σατέν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σατινένιος
αγγλικά
:
satin
(en)
γαλλικά
:
satiné
(fr)