Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σατινέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική satiné

  Επίθετο επεξεργασία

σατινέ άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία