σατέν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σατέν < (λόγιο δάνειο) γαλλική satin < αραβική زيتون (zaytwn), αραβική γραφή της μεσαιωνικής κινεζικής πόλης Citong, που σήμερα ονομάζεται Quanzhou.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασατέν ουδέτερο άκλιτο
- (ύφασμα) λεπτό ύφασμα από μετάξι, νάιλον ή πολυεστέρα που είναι γυαλιστερό στη μία μόνο επιφάνειά του