Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σατινάρω < σάτιν(α) + -άρω < γαλλική satiner

  Ρήμα επεξεργασία

σατινάρω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία