Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαμσάρα οι σαμσάρες
      γενική της σαμσάρας
    αιτιατική τη σαμσάρα τις σαμσάρες
     κλητική σαμσάρα σαμσάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαμσάρα < αγγλική samsara < σανσκριτική संसार (saṃsāra)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαμσάρα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία