νιρβάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νιρβάνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική nirvana < σανσκριτική निर्वाण (nirvāna, σβέση φλόγας)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανιρβάνα θηλυκό άκλιτο
- (βουδισμός) κατάσταση εξάλειψης του πόνου λόγω παύσης του κύκλου αναγεννήσεων, εκμηδενισμός της ατομικότητας του είναι και ταύτιση με το όλον
- (συνεκδοχικά) πνευματική κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος νιώθει απόλυτη ηρεμία και γαλήνη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νιρβάνα στη Βικιπαίδεια