Δείτε επίσης: Σακελλάριος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σακελλάριος οι σακελλάριοι
      γενική του σακελλάριου των σακελλάριων
    αιτιατική τον σακελλάριο τους σακελλάριους
     κλητική σακελλάριε σακελλάριοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακελλάριος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σακελλάριος < λατινική sacellarius[1] (θησαυροφύλακας) < sacellus, υποκοριστικό του saccus < αρχαία ελληνική σάκκος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακελλάριος αρσενικό

  1. (ιστορία, αξίωμα) αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους επιφορτισμένος με διοικητικά και οικονομικά καθήκοντα
  2. (χριστιανισμός, παρωχημένο) εκκλησιαστικό αξίωμα, που παρείχε στον κάτοχό του εποπτικά, ελεγκτικά και δικαστικά καθήκοντα και αρμοδιότητες
  3. (ειδικότερα, χριστιανισμός) Μέγας Σακελλάριος: υψηλόβαθμος πατριαρχικός αξιωματούχος με εποπτικά και ελεγκτικά καθήκοντα σε μοναστηριακά και οικονομικά ζητήματα

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακελλάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική sacellarius < sacellus, υποκοριστικό του saccus < αρχαία ελληνική σάκκος [2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακελλάριος αρσενικό

  1. (ιστορία, αξίωμα) αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους, επίσημος ταμίας των βασιλικών χρημάτων
  2. υπεύθυνος του ταμείου της Αγίας Σοφίας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σακελλάριος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.