σακελλάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σακελλάριος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σακελλάριος < λατινική sacellarius[1] (θησαυροφύλακας) < sacellus, υποκοριστικό του saccus < αρχαία ελληνική σάκκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σακελλάριος αρσενικό
- (ιστορία, αξίωμα) αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους επιφορτισμένος με διοικητικά και οικονομικά καθήκοντα
- (χριστιανισμός, παρωχημένο) εκκλησιαστικό αξίωμα, που παρείχε στον κάτοχό του εποπτικά, ελεγκτικά και δικαστικά καθήκοντα και αρμοδιότητες
- (ειδικότερα, χριστιανισμός) Μέγας Σακελλάριος: υψηλόβαθμος πατριαρχικός αξιωματούχος με εποπτικά και ελεγκτικά καθήκοντα σε μοναστηριακά και οικονομικά ζητήματα
Άλλες γραφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σακελλάριος
|
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σακελλάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική sacellarius < sacellus, υποκοριστικό του saccus < αρχαία ελληνική σάκκος [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σακελλάριος αρσενικό
- (ιστορία, αξίωμα) αξιωματούχος του βυζαντινού κράτους, επίσημος ταμίας των βασιλικών χρημάτων
- υπεύθυνος του ταμείου της Αγίας Σοφίας
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- σακελλάριος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σακελλάριος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.