Σακελλάριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σακελλάριος | οι | Σακελλάριοι & Σακελλαραίοι2 |
γενική | του | Σακελλάριου & Σακελλαρίου1 |
των | Σακελλάριων & Σακελλαραίων |
αιτιατική | τον | Σακελλάριο | τους | Σακελλάριους & Σακελλαραίους |
κλητική | Σακελλάριε | Σακελλάριοι & Σακελλαραίοι | ||
1. Λόγια κατάληξη γενικής, απ' όπου το θηλυκό επώνυμο. 2. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σακελλάριος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σακελλάριος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Σακελλάριος < σακελλάριος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.ceˈla.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐κελ‐λά‐ρι‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣακελλάριος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Σακελλαρίου)
- για τον τίτλο ευγενείας στο Βυζάντιο → δείτε τη λέξη σακελλάριος
Μεταγραφές
επεξεργασίαγια το επώνυμο:
Μεταφράσεις
επεξεργασία (για το όνομα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Σακελλάριος σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.