Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σέμπρος οι σέμπροι
      γενική του σέμπρου των σέμπρων
    αιτιατική τον σέμπρο τους σέμπρους
     κλητική σέμπρο σέμπροι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέμπρος < σλαβικής προέλευσης sebrȗ < *sepra (=φίλος σε πρωτοβαλτικές γλώσσες)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέμπρος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που κατόπιν συμφωνίας καλλιεργεί ένα κτήμα που ανήκει σε άλλον κρατώντας για τον εαυτό του μέρος από την σοδειά
     συνώνυμα: επίμορτος, κολίγας
  2. (επάγγελμα) αυτός που κατόπιν συμφωνίας βόσκει ξένα ζώα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία