ρωμαίικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρωμαίικος < Ρωμιός
Επίθετο
επεξεργασίαρωμαίικος -η, -ο
- που σχετίζεται με τους Ρωμιούς (τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και γενικότερα) ή αναφέρεται σε αυτούς· ελληνικός
Άλλες γραφές
επεξεργασία- ρωμαίϊκος (παρωχημένο)
Συγγενικά
επεξεργασία- Ρωμαίικο (τοπωνύμιο)