ρωμαίικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρωμαίικο | ||
γενική | του | ρωμαίικου | ||
αιτιατική | το | ρωμαίικο | ||
κλητική | ρωμαίικο | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρωμαίικο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρωμαίικο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (μάλλον παρωχημένο, λαϊκό) η Ελλάδα, η ελληνική κοινωνία, οι Έλληνες, η ελληνική νοοτροπία
- ⮡ Σου ήρθε ξαφνικό ; Δεν ξέρεις πώς γίνονται αυτές οι δουλειές στο ρωμαίικο;
- ⮡ Μια κουβέντα σου είπε μόνο κι εσύ αντέδρασες έτσι! Σ' έπιασε το ρωμαίικό σου!
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρωμαίικο
|