ριξιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ριξιά | οι | ριξιές |
γενική | της | ριξιάς | των | ριξιών |
αιτιατική | τη | ριξιά | τις | ριξιές |
κλητική | ριξιά | ριξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαριξιά θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρίχνω
- ό,τι ρίχνεται την κάθε φορά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ρίχνω