↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρινολογικός η ρινολογική το ρινολογικό
      γενική του ρινολογικού της ρινολογικής του ρινολογικού
    αιτιατική τον ρινολογικό τη ρινολογική το ρινολογικό
     κλητική ρινολογικέ ρινολογική ρινολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρινολογικοί οι ρινολογικές τα ρινολογικά
      γενική των ρινολογικών των ρινολογικών των ρινολογικών
    αιτιατική τους ρινολογικούς τις ρινολογικές τα ρινολογικά
     κλητική ρινολογικοί ρινολογικές ρινολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρινολογικός < ρινολογ(ία) + -ικός / ρινολόγος + -ία

  Επίθετο

επεξεργασία

ρινολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία