Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρινολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρινολογικ
ός
η
ρινολογικ
ή
το
ρινολογικ
ό
γενική
του
ρινολογικ
ού
της
ρινολογικ
ής
του
ρινολογικ
ού
αιτιατική
τον
ρινολογικ
ό
τη
ρινολογικ
ή
το
ρινολογικ
ό
κλητική
ρινολογικ
έ
ρινολογικ
ή
ρινολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρινολογικ
οί
οι
ρινολογικ
ές
τα
ρινολογικ
ά
γενική
των
ρινολογικ
ών
των
ρινολογικ
ών
των
ρινολογικ
ών
αιτιατική
τους
ρινολογικ
ούς
τις
ρινολογικ
ές
τα
ρινολογικ
ά
κλητική
ρινολογικ
οί
ρινολογικ
ές
ρινολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρινολογικός
<
ρινολογ(ία)
+
-ικός
/
ρινολόγος
+
-ία
Επίθετο
επεξεργασία
ρινολογικός, -ή, -ό
(
ιατρική
) που έχει
σχέση
με τη
ρινολογία
ή τον
ρινολόγο
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ρινολογία
,
ρίνα
και
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρινολογικός
αγγλικά
:
rhinologic
(en)
,
rhinological
(en)