ρινολογικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρινολογικά < ρινολογικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαρινολογικά
- από ρινολογικής πλευράς
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρινολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαρινολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ρινολογικός