ρινολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρινολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rhinology < αρχαία ελληνική ῥίς + λέγω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾi.no.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρινολογία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρικός κλάδος, υποειδικότητα της ωτορινολαρυγγολογίας, που ασχολείται με τη ρίνα / μύτη από λειτουργικής, παθολογικής και αισθητικής πλευράς
Συγγενικά επεξεργασία
- ρινολογικός
- ρινολόγος
- → δείτε τις λέξεις ρίνα και λέγω