ρετινόλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρετινόλη θηλυκό
- (χημεία, βιοχημεία) λιποδιαλυτή καροτενοειδής βιταμίνη της οικογένειας των βιταμινών Α (βιταμίνη Α₁) που βρίσκεται σε τρόφιμα (πράσινα λαχανικά, ιχθυέλαια) κι έχει ευεργετικές ιδιότητες (ανάπτυξη των οστών, φυσιολογική όραση κ.λπ.)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Retinol στην αγγλική Βικιπαίδεια