ρετινάλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρετινάλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική retinal < retina < μεσαιωνική λατινική retina < λατινική rete (δίχτυ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρετινάλη θηλυκό
- (βιοχημεία) αλδεΰδη που προέρχεται από τη βιταμίνη Α που σχηματίζεται από τη ροδοψίνη με τη δράση του φωτός και σε συνδυασμό με τις πρωτεΐνες σχηματίζει τις οπτικές χρωστικές των ράβδων και των κώνων του αμφιβληστροειδούς
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ρετινόλη