ρελιάστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρελιάστρα θηλυκό
- εξάρτημα ή μηχάνημα που χρησιμοποιείται για το ρέλιασμα
- (ειδικότερα) ειδικό ποδαράκι ραπτομηχανής
- (γενικότερα) μηχάνημα που χρησιμοποιείται για να περαστεί πλαστικό ή μεταλλικό ρέλι σε ύφασμα ή άλλο υλικό
- (επάγγελμα) γαζώτρια ειδικευμένη στο ρέλιασμα
- ζητείται ρελιάστρα και κορδελιάστρα για φασόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ρέλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρελιάστρα
|