Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρέλιασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ρέλιασμα
τα
ρελιάσμα
τ
α
γενική
του
ρελιάσμα
τ
ος
των
ρελιασμά
τ
ων
αιτιατική
το
ρέλιασμα
τα
ρελιάσμα
τ
α
κλητική
ρέλιασμα
ρελιάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρέλιασμα
<
ρελιάζ(ω)
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ρέλιασμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
τού
ρελιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ρέλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρέλιασμα