Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδιοαστρονομικός η ραδιοαστρονομική το ραδιοαστρονομικό
      γενική του ραδιοαστρονομικού της ραδιοαστρονομικής του ραδιοαστρονομικού
    αιτιατική τον ραδιοαστρονομικό τη ραδιοαστρονομική το ραδιοαστρονομικό
     κλητική ραδιοαστρονομικέ ραδιοαστρονομική ραδιοαστρονομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδιοαστρονομικοί οι ραδιοαστρονομικές τα ραδιοαστρονομικά
      γενική των ραδιοαστρονομικών των ραδιοαστρονομικών των ραδιοαστρονομικών
    αιτιατική τους ραδιοαστρονομικούς τις ραδιοαστρονομικές τα ραδιοαστρονομικά
     κλητική ραδιοαστρονομικοί ραδιοαστρονομικές ραδιοαστρονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιοαστρονομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική radioastronomic < radioastronomy < λατινική radius + αρχαία ελληνική ἀστήρ + νέμω. Μορφολογικά αναλύεται σε ραδιοαστρονομ(ία) + -ικός.

  Επίθετο επεξεργασία

ραδιοαστρονομικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία