Δείτε επίσης: πολτός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πόλτος οἱ πόλτοι
      γενική τοῦ πόλτου τῶν πόλτων
      δοτική τῷ πόλτ τοῖς πόλτοις
    αιτιατική τὸν πόλτον τοὺς πόλτους
     κλητική ! πόλτε πόλτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πόλτω
γεν-δοτ τοῖν  πόλτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πόλτος < θέμα πολ- άγνωστης ετυμολογίας[1] ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pel- (αλεύρι, σκόνη). Συγγενή: αρχαία ελληνική πάλη (στη σημασία: ψιλό αλεύρι), πέλανος, λατινική puls, pollen (αλεύρι, σκόνη) + -τος, όπως τα φόρτος, χόρτος[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόλτος, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πόλτος σελ. 1220 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. πολτός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.