πυροφορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυροφορικός, -η, -ο
- που φέρνει πυρ, δηλαδή φωτιά
- υλικό που αναφλέγεται με την έκθεσή του στον ατμοσφαιρικό αέρα ή με την επαφή του με οξυγονούχες ουσίες, όπως και το νερό, ιδιαίτερα σε μορφή ρινισμάτων, στις συνηθισμένες συνθήκες
- ※ Ο πυροφορικός θειούχος σίδηρος, δηλαδή ο θειούχος σίδηρος που έχει την ικανότητα να υποστεί πυροφορική οξείδωση στον ατμοσφαιρικό αέρα, μπορεί να προκαλέσει ανάφλεξη εύφλεκτων μιγμάτων αερίων υδρογονανθράκων και ατμοσφαιρικού αέρα (Κ. Φέτσης, διπλωματική εργασία, ΕΜΠ, 2014, [1])
- που βγάζει σπίθες με την τριβή ή την κρούση
- που οξειδώνεται με τη έκθεσή του με τον ατμοσφαιρικό αέρα, στις συνηθισμένες συνθήκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυροφορικός