Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροφορικός η πυροφορική το πυροφορικό
      γενική του πυροφορικού της πυροφορικής του πυροφορικού
    αιτιατική τον πυροφορικό την πυροφορική το πυροφορικό
     κλητική πυροφορικέ πυροφορική πυροφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροφορικοί οι πυροφορικές τα πυροφορικά
      γενική των πυροφορικών των πυροφορικών των πυροφορικών
    αιτιατική τους πυροφορικούς τις πυροφορικές τα πυροφορικά
     κλητική πυροφορικοί πυροφορικές πυροφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροφορικός < πυρ + φέρω

  Επίθετο επεξεργασία

πυροφορικός, -η, -ο

  • που φέρνει πυρ, δηλαδή φωτιά
  1. υλικό που αναφλέγεται με την έκθεσή του στον ατμοσφαιρικό αέρα ή με την επαφή του με οξυγονούχες ουσίες, όπως και το νερό, ιδιαίτερα σε μορφή ρινισμάτων, στις συνηθισμένες συνθήκες
    ※  Ο πυροφορικός θειούχος σίδηρος, δηλαδή ο θειούχος σίδηρος που έχει την ικανότητα να υποστεί πυροφορική οξείδωση στον ατμοσφαιρικό αέρα, μπορεί να προκαλέσει ανάφλεξη εύφλεκτων μιγμάτων αερίων υδρογονανθράκων και ατμοσφαιρικού αέρα (Κ. Φέτσης, διπλωματική εργασία, ΕΜΠ, 2014, [1])
  2. που βγάζει σπίθες με την τριβή ή την κρούση
  3. που οξειδώνεται με τη έκθεσή του με τον ατμοσφαιρικό αέρα, στις συνηθισμένες συνθήκες

  Μεταφράσεις επεξεργασία