Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυροκοκκινισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συγγενικά
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυροκοκκινισμέν
ος
η
πυροκοκκινισμέν
η
το
πυροκοκκινισμέν
ο
γενική
του
πυροκοκκινισμέν
ου
της
πυροκοκκινισμέν
ης
του
πυροκοκκινισμέν
ου
αιτιατική
τον
πυροκοκκινισμέν
ο
την
πυροκοκκινισμέν
η
το
πυροκοκκινισμέν
ο
κλητική
πυροκοκκινισμέν
ε
πυροκοκκινισμέν
η
πυροκοκκινισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυροκοκκινισμέν
οι
οι
πυροκοκκινισμέν
ες
τα
πυροκοκκινισμέν
α
γενική
των
πυροκοκκινισμέν
ων
των
πυροκοκκινισμέν
ων
των
πυροκοκκινισμέν
ων
αιτιατική
τους
πυροκοκκινισμέν
ους
τις
πυροκοκκινισμέν
ες
τα
πυροκοκκινισμέν
α
κλητική
πυροκοκκινισμέν
οι
πυροκοκκινισμέν
ες
πυροκοκκινισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πυροκοκκινισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πυροκοκκινίζω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πυρ
,
κοκκινίζω
,
κόκκινος
και
κόκκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυροκοκκινισμένος