Ετυμολογία

επεξεργασία
πυροκοκκινίζω < πυρο- + κοκκινίζω

πυροκοκκινίζω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι κόκκινο σαν το πυρ / τη φωτιά
  2. (αμετάβατο) γίνομαι κόκκινος σαν το πυρ / τη φωτιά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία