πυροηλεκτρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυροηλεκτρικός < πυροηλεκτ(ισμός) + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyroelectric)
Επίθετο
επεξεργασίαπυροηλεκτρικός, -ή, -ό
- (φυσική, ορυκτολογία) που έχει σχέση με τον πυροηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- ⮡ πυροηλεκτρικό θερμόμετρο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πυροηλεκτρισμός, πυρ, ηλεκτρισμός και ήλεκτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυροηλεκτρικός