↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροηλεκτρισμός οι πυροηλεκτρισμοί
      γενική του πυροηλεκτρισμού των πυροηλεκτρισμών
    αιτιατική τον πυροηλεκτρισμό τους πυροηλεκτρισμούς
     κλητική πυροηλεκτρισμέ πυροηλεκτρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυροηλεκτρισμός < πυρο- + ηλεκτρισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyroelectricity)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυροηλεκτρισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία