Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνόφυτος η πυκνόφυτη το πυκνόφυτο
      γενική του πυκνόφυτου της πυκνόφυτης του πυκνόφυτου
    αιτιατική τον πυκνόφυτο την πυκνόφυτη το πυκνόφυτο
     κλητική πυκνόφυτε πυκνόφυτη πυκνόφυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνόφυτοι οι πυκνόφυτες τα πυκνόφυτα
      γενική των πυκνόφυτων των πυκνόφυτων των πυκνόφυτων
    αιτιατική τους πυκνόφυτους τις πυκνόφυτες τα πυκνόφυτα
     κλητική πυκνόφυτοι πυκνόφυτες πυκνόφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυκνόφυτος < πυκνό- + φυτ(ό) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

πυκνόφυτος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία