πυκνόφυτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πυκνόφυτος, -η, -ο
- (για έκταση) που έχει πυκνοφυτευτεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πυκνοφυτεμένος
- πυκνοφύτευτος
- πυκνοφυτεύω
- πυκνοφύτρωτος
- → δείτε τις λέξεις πυκνός, φυτεύω και φυτό