πολύφυτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύφυτος | τὸ | πολύφυτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πολυφύτου | τοῦ | πολυφύτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πολυφύτῳ | τῷ | πολυφύτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύφυτον | τὸ | πολύφυτον | ||
κλητική ὦ! | πολύφυτε | πολύφυτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύφυτοι | τὰ | πολύφυτᾰ | ||
γενική | τῶν | πολυφύτων | τῶν | πολυφύτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυφύτοις | τοῖς | πολυφύτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυφύτους | τὰ | πολύφυτᾰ | ||
κλητική ὦ! | πολύφυτοι | πολύφυτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυφύτω | τὼ | πολυφύτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυφύτοιν | τοῖν | πολυφύτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολύφυτος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολύ- + -φυτος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύφυτος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- πολύφυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.