↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνοφύτρωτος η πυκνοφύτρωτη το πυκνοφύτρωτο
      γενική του πυκνοφύτρωτου της πυκνοφύτρωτης του πυκνοφύτρωτου
    αιτιατική τον πυκνοφύτρωτο την πυκνοφύτρωτη το πυκνοφύτρωτο
     κλητική πυκνοφύτρωτε πυκνοφύτρωτη πυκνοφύτρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνοφύτρωτοι οι πυκνοφύτρωτες τα πυκνοφύτρωτα
      γενική των πυκνοφύτρωτων των πυκνοφύτρωτων των πυκνοφύτρωτων
    αιτιατική τους πυκνοφύτρωτους τις πυκνοφύτρωτες τα πυκνοφύτρωτα
     κλητική πυκνοφύτρωτοι πυκνοφύτρωτες πυκνοφύτρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυκνοφύτρωτος < πυκνός + -ο- + φυτρώνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

πυκνοφύτρωτος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πυκνοφύτρωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)