Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυκνοφυτεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυκνοφυτεμέν
ος
η
πυκνοφυτεμέν
η
το
πυκνοφυτεμέν
ο
γενική
του
πυκνοφυτεμέν
ου
της
πυκνοφυτεμέν
ης
του
πυκνοφυτεμέν
ου
αιτιατική
τον
πυκνοφυτεμέν
ο
την
πυκνοφυτεμέν
η
το
πυκνοφυτεμέν
ο
κλητική
πυκνοφυτεμέν
ε
πυκνοφυτεμέν
η
πυκνοφυτεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυκνοφυτεμέν
οι
οι
πυκνοφυτεμέν
ες
τα
πυκνοφυτεμέν
α
γενική
των
πυκνοφυτεμέν
ων
των
πυκνοφυτεμέν
ων
των
πυκνοφυτεμέν
ων
αιτιατική
τους
πυκνοφυτεμέν
ους
τις
πυκνοφυτεμέν
ες
τα
πυκνοφυτεμέν
α
κλητική
πυκνοφυτεμέν
οι
πυκνοφυτεμέν
ες
πυκνοφυτεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πυκνοφυτεμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πυκνοφυτεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυκνοφυτεμένος