πρόπηγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόπηγμα < προ- + πήζω + -μα
- πρόπηγμα < ελληνιστική κοινή πρόπηγμα < αρχαία ελληνική πρό + πήγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόπηγμα ουδέτερο
- (γαστρονομία, τυρί) (ημίσκληρο) τυρί σε προκαταρκτική φάση παρασκευής
- (αρχιτεκτονική, σπάνιο) περίφραγμα ή άλλη κατασκευή στην εξωτερική πλευρά οικοδομήματος για λόγους προστασίας ή διακόσμησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία είδος τυριού
|
αρχιτεκτονικό στοιχείο
|