↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόπηγμα τα προπήγματα
      γενική του προπήγματος των προπηγμάτων
    αιτιατική το πρόπηγμα τα προπήγματα
     κλητική πρόπηγμα προπήγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. πρόπηγμα < προ- + πήζω + -μα
  2. πρόπηγμα < ελληνιστική κοινή πρόπηγμα < αρχαία ελληνική πρό + πήγνυμι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόπηγμα ουδέτερο

  1. (γαστρονομία, τυρί) (ημίσκληρο) τυρί σε προκαταρκτική φάση παρασκευής
     συνώνυμα: μπασκί, τυρομάζα
  2. (αρχιτεκτονική, σπάνιο) περίφραγμα ή άλλη κατασκευή στην εξωτερική πλευρά οικοδομήματος για λόγους προστασίας ή διακόσμησης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία