πρωτονοτάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρωτονοτάριος | οι | πρωτονοτάριοι |
γενική | του | πρωτονοτάριου & πρωτονοταρίου |
των | πρωτονοτάριων & πρωτονοταρίων |
αιτιατική | τον | πρωτονοτάριο | τους | πρωτονοτάριους & πρωτονοταρίους |
κλητική | πρωτονοτάριε | πρωτονοτάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτονοτάριος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτονοτάριος < πρωτο- + νοτάριος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.to.noˈta.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐νο‐τά‐ρι‐ος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτονοτάριος αρσενικό
- (ιστορία, αξίωμα) πολιτικό αξίωμα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
- (εκκλησιαστικός όρος) αξιωματούχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπεύθυνος γραμματείας
Συγγενικά επεξεργασία
- Πρωτονοτάριος (επώνυμο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτονοτάριος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πρωτονοτάριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτονοτάριος < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική protonotarius < αρχαία ελληνική πρῶτος (πρωτο-) + λατινική notarius (γραμματέας)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτονοτάριος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη νοτάριος