Δείτε επίσης: Πρωτονοτάριος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτονοτάριος οι πρωτονοτάριοι
      γενική του πρωτονοτάριου
πρωτονοταρίου
των πρωτονοτάριων
πρωτονοταρίων
    αιτιατική τον πρωτονοτάριο τους πρωτονοτάριους
πρωτονοταρίους
     κλητική πρωτονοτάριε πρωτονοτάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτονοτάριος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτονοτάριος < πρωτο- + νοτάριος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.to.noˈta.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐νο‐τά‐ρι‐ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτονοτάριος αρσενικό

  1. (ιστορία, αξίωμα) πολιτικό αξίωμα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
  2. (εκκλησιαστικός όρος) αξιωματούχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπεύθυνος γραμματείας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτονοτάριος < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική protonotarius < αρχαία ελληνική πρῶτος (πρωτο-) + λατινική notarius (γραμματέας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτονοτάριος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία