Δείτε επίσης: Πρωτονοτάριος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτονοτάριος οι πρωτονοτάριοι
      γενική του πρωτονοτάριου
& πρωτονοταρίου
των πρωτονοτάριων
& πρωτονοταρίων
    αιτιατική τον πρωτονοτάριο τους πρωτονοτάριους
& πρωτονοταρίους
     κλητική πρωτονοτάριε πρωτονοτάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.to.noˈta.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρωτονοτάριος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία