Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοκορινθιακός η πρωτοκορινθιακή το πρωτοκορινθιακό
      γενική του πρωτοκορινθιακού της πρωτοκορινθιακής του πρωτοκορινθιακού
    αιτιατική τον πρωτοκορινθιακό την πρωτοκορινθιακή το πρωτοκορινθιακό
     κλητική πρωτοκορινθιακέ πρωτοκορινθιακή πρωτοκορινθιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοκορινθιακοί οι πρωτοκορινθιακές τα πρωτοκορινθιακά
      γενική των πρωτοκορινθιακών των πρωτοκορινθιακών των πρωτοκορινθιακών
    αιτιατική τους πρωτοκορινθιακούς τις πρωτοκορινθιακές τα πρωτοκορινθιακά
     κλητική πρωτοκορινθιακοί πρωτοκορινθιακές πρωτοκορινθιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοκορινθιακός < πρωτο- + κορινθιακός

  Επίθετο επεξεργασία

πρωτοκορινθιακός

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία