υστεροκορινθιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υστεροκορινθιακός < υστερο- + κορινθιακός
Επίθετο επεξεργασία
υστεροκορινθιακός
- (αρχαιολογία) που έχει σχέση με την ύστερη περίοδο της κορινθιακής τέχνης ή με την ύστερη περίοδο της (αρχαίας) κορινθιακής ιστορίας, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υστεροκορινθιακός