Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υστεροκορινθιακός η υστεροκορινθιακή το υστεροκορινθιακό
      γενική του υστεροκορινθιακού της υστεροκορινθιακής του υστεροκορινθιακού
    αιτιατική τον υστεροκορινθιακό την υστεροκορινθιακή το υστεροκορινθιακό
     κλητική υστεροκορινθιακέ υστεροκορινθιακή υστεροκορινθιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υστεροκορινθιακοί οι υστεροκορινθιακές τα υστεροκορινθιακά
      γενική των υστεροκορινθιακών των υστεροκορινθιακών των υστεροκορινθιακών
    αιτιατική τους υστεροκορινθιακούς τις υστεροκορινθιακές τα υστεροκορινθιακά
     κλητική υστεροκορινθιακοί υστεροκορινθιακές υστεροκορινθιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υστεροκορινθιακός < υστερο- + κορινθιακός

  Επίθετο επεξεργασία

υστεροκορινθιακός

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία