Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτεραιοποίηση οι προτεραιοποιήσεις
      γενική της προτεραιοποίησης των προτεραιοποιήσεων
    αιτιατική την προτεραιοποίηση τις προτεραιοποιήσεις
     κλητική προτεραιοποίηση προτεραιοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προτεραιοποίηση < προτεραιότητα + -ο- + -ποίηση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική prioritisation (ΗΒ), prioritization (ΗΠΑ))

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προτεραιοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία