προτεραιοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προτεραιοποίηση | οι | προτεραιοποιήσεις |
γενική | της | προτεραιοποίησης | των | προτεραιοποιήσεων |
αιτιατική | την | προτεραιοποίηση | τις | προτεραιοποιήσεις |
κλητική | προτεραιοποίηση | προτεραιοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προτεραιοποίηση < προτεραιότητα + -ο- + -ποίηση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική prioritisation (ΗΒ), prioritization (ΗΠΑ))
Ουσιαστικό επεξεργασία
προτεραιοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός 21ου αιώνα) ιεράρχηση προτεραιοτήτων στην οργάνωση μιας διαδικασίας ή ενέργειας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προτεραιοποίηση
|