προτεραιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προτεραιοποιώ < προτεραιοποίηση + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
επεξεργασίαπροτεραιοποιώ (παθητική φωνή: προτεραιοποιούμαι)
- (νεολογισμός) ιεραρχώ τις προτεραιότητες στην οργάνωση μιας διαδικασίας ή ενέργειας
- ※ Όπως αναφέρουν στελέχη της ανεξάρτητης αρχής, με βάση τη γνώση που έχει αποκτηθεί από την έως τώρα χαρτογράφηση της αγοράς, η Επιτροπή είναι έτοιμη να «προτεραιοποιήσει» τους τομείς εκείνους που «χτυπούν» συναγερμό στο πλαίσιο της καθημερινής διαδικασίας παρακολούθησης της εξέλιξης των τιμών από την αρμόδια ομάδα δράσης (Task Force) που έχει συσταθεί για αυτόν το λόγο. (www.naftemporiki.gr, 19.06.2023)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προτεραιοποιώ | προτεραιοποιούσα | θα προτεραιοποιώ | να προτεραιοποιώ | προτεραιοποιώντας | |
β' ενικ. | προτεραιοποιείς | προτεραιοποιούσες | θα προτεραιοποιείς | να προτεραιοποιείς | (προτεραιοποίει) | |
γ' ενικ. | προτεραιοποιεί | προτεραιοποιούσε | θα προτεραιοποιεί | να προτεραιοποιεί | ||
α' πληθ. | προτεραιοποιούμε | προτεραιοποιούσαμε | θα προτεραιοποιούμε | να προτεραιοποιούμε | ||
β' πληθ. | προτεραιοποιείτε | προτεραιοποιούσατε | θα προτεραιοποιείτε | να προτεραιοποιείτε | προτεραιοποιείτε | |
γ' πληθ. | προτεραιοποιούν(ε) | προτεραιοποιούσαν(ε) | θα προτεραιοποιούν(ε) | να προτεραιοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προτεραιοποίησα | θα προτεραιοποιήσω | να προτεραιοποιήσω | προτεραιοποιήσει | ||
β' ενικ. | προτεραιοποίησες | θα προτεραιοποιήσεις | να προτεραιοποιήσεις | προτεραιοποίησε | ||
γ' ενικ. | προτεραιοποίησε | θα προτεραιοποιήσει | να προτεραιοποιήσει | |||
α' πληθ. | προτεραιοποιήσαμε | θα προτεραιοποιήσουμε | να προτεραιοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | προτεραιοποιήσατε | θα προτεραιοποιήσετε | να προτεραιοποιήσετε | προτεραιοποιήστε | ||
γ' πληθ. | προτεραιοποίησαν προτεραιοποιήσαν(ε) |
θα προτεραιοποιήσουν(ε) | να προτεραιοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προτεραιοποιήσει | είχα προτεραιοποιήσει | θα έχω προτεραιοποιήσει | να έχω προτεραιοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προτεραιοποιήσει | είχες προτεραιοποιήσει | θα έχεις προτεραιοποιήσει | να έχεις προτεραιοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προτεραιοποιήσει | είχε προτεραιοποιήσει | θα έχει προτεραιοποιήσει | να έχει προτεραιοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προτεραιοποιήσει | είχαμε προτεραιοποιήσει | θα έχουμε προτεραιοποιήσει | να έχουμε προτεραιοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προτεραιοποιήσει | είχατε προτεραιοποιήσει | θα έχετε προτεραιοποιήσει | να έχετε προτεραιοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προτεραιοποιήσει | είχαν προτεραιοποιήσει | θα έχουν προτεραιοποιήσει | να έχουν προτεραιοποιήσει |
|