Ετυμολογία

επεξεργασία
προτεραιοποιώ < προτεραιοποίηση + (αναδρομικός σχηματισμός)

προτεραιοποιώ (παθητική φωνή: προτεραιοποιούμαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία