↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προτεραίος η προτεραία το προτεραίο
      γενική του προτεραίου της προτεραίας του προτεραίου
    αιτιατική τον προτεραίο την προτεραία το προτεραίο
     κλητική προτεραίε προτεραία προτεραίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προτεραίοι οι προτεραίες τα προτεραία
      γενική των προτεραίων των προτεραίων των προτεραίων
    αιτιατική τους προτεραίους τις προτεραίες τα προτεραία
     κλητική προτεραίοι προτεραίες προτεραία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προτεραίος < αρχαία ελληνική προτεραῖος[1] < πρότερος < πρό

  Επίθετο

επεξεργασία

προτεραίος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. προτεραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.