προσφεύγων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προσφεύγων | η | προσφεύγουσα | το | προσφεύγον |
γενική | του | προσφεύγοντος & προσφεύγοντα1 |
της | προσφεύγουσας & προσφευγούσης* |
του | προσφεύγοντος |
αιτιατική | τον | προσφεύγοντα | την | προσφεύγουσα | το | προσφεύγον |
κλητική | προσφεύγων | προσφεύγουσα | προσφεύγον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προσφεύγοντες | οι | προσφεύγουσες | τα | προσφεύγοντα |
γενική | των | προσφευγόντων | των | προσφευγουσών | των | προσφευγόντων |
αιτιατική | τους | προσφεύγοντες | τις | προσφεύγουσες | τα | προσφεύγοντα |
κλητική | προσφεύγοντες | προσφεύγουσες | προσφεύγοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσφεύγων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσφεύγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προσφεύγω
Μετοχή
επεξεργασίαπροσφεύγων
- που προσφεύγει
- (νομικός όρος) που κάνει προσφυγή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασία- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προσφεύγω