προστιθέμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προστιθέμενος < αρχαία ελληνική προστιθέμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προστίθεμαι
Μετοχή
επεξεργασίαπροστιθέμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που προστίθεται σε κάτι, που υπάρχει επιπλέον
- ⮡ το νέο σύστημα πρόσφυσης δίνει στους οδηγούς μια προστιθέμενη αίσθηση ασφάλειας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προστίθεμαι