↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπολεμικός η προπολεμική το προπολεμικό
      γενική του προπολεμικού της προπολεμικής του προπολεμικού
    αιτιατική τον προπολεμικό την προπολεμική το προπολεμικό
     κλητική προπολεμικέ προπολεμική προπολεμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπολεμικοί οι προπολεμικές τα προπολεμικά
      γενική των προπολεμικών των προπολεμικών των προπολεμικών
    αιτιατική τους προπολεμικούς τις προπολεμικές τα προπολεμικά
     κλητική προπολεμικοί προπολεμικές προπολεμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προπολεμικός < προ- + πολεμικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική prewar)

  Επίθετο

επεξεργασία

προπολεμικός

  • που έχει γίνει πριν από τον πόλεμο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή την περίοδο
  • που έχει γίνει πριν το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων, συνήθως αναφέρεται και στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα
    Κι αρχίσαν οι άνθρωποι να ξεχωρίζουν τα χρόνια σε προπολεμικά και μεταπολεμικά. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία