προπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπαραγωγικός < προ- + παραγωγικός
Επίθετο επεξεργασία
προπαραγωγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το χρονικό διάστημα και τις διαδικασίες που προηγούνται της παραγωγής ενός προϊόντος ή αναφέρεται σ’ αυτά
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπαραγωγικός
|