προκλινικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκλινικός < προ- + κλινικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preclinical)
Επίθετο επεξεργασία
προκλινικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με νόσο που δεν έχει εκδηλώσει ακόμη κλινικά συμπτώματα, σημεία ή ενδείξεις ή αναφέρεται σ’ αυτή
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προκλινικός