Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκλινικός η προκλινική το προκλινικό
      γενική του προκλινικού της προκλινικής του προκλινικού
    αιτιατική τον προκλινικό την προκλινική το προκλινικό
     κλητική προκλινικέ προκλινική προκλινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκλινικοί οι προκλινικές τα προκλινικά
      γενική των προκλινικών των προκλινικών των προκλινικών
    αιτιατική τους προκλινικούς τις προκλινικές τα προκλινικά
     κλητική προκλινικοί προκλινικές προκλινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκλινικός < προ- + κλινικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preclinical)

  Επίθετο επεξεργασία

προκλινικός

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία