Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκατεργασμένος η προκατεργασμένη το προκατεργασμένο
      γενική του προκατεργασμένου της προκατεργασμένης του προκατεργασμένου
    αιτιατική τον προκατεργασμένο την προκατεργασμένη το προκατεργασμένο
     κλητική προκατεργασμένε προκατεργασμένη προκατεργασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκατεργασμένοι οι προκατεργασμένες τα προκατεργασμένα
      γενική των προκατεργασμένων των προκατεργασμένων των προκατεργασμένων
    αιτιατική τους προκατεργασμένους τις προκατεργασμένες τα προκατεργασμένα
     κλητική προκατεργασμένοι προκατεργασμένες προκατεργασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκατεργασμένος < προ- + κατεργασμένος

  Μετοχή επεξεργασία

προκατεργασμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία