Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαχθείς
προαχθέντας
η προαχθείσα το προαχθέν
      γενική του προαχθέντος
προαχθέντα
της προαχθείσας
προαχθείσης*
του προαχθέντος
    αιτιατική τον προαχθέντα την προαχθείσα το προαχθέν
     κλητική προαχθείς
προαχθέντα
προαχθείσα προαχθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαχθέντες οι προαχθείσες τα προαχθέντα
      γενική των προαχθέντων των προαχθεισών των προαχθέντων
    αιτιατική τους προαχθέντες τις προαχθείσες τα προαχθέντα
     κλητική προαχθέντες προαχθείσες προαχθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προαχθείς < από την αρχαία μετοχή προαχθείς, προαχθεῖσα, προαχθέν, του παθητικού αορίστου του ρήματος προάγω

  Μετοχή επεξεργασία

προαχθείς, προαχθείσα, προαχθέν

οι προαχθέντες στρατιωτικοί
προαχθείσα παρ' Αρείω Πάγω
η προαχθείσα φέτος ΑΕΚ
οι προαχθέντες μαθητές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

προαχθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προάγομαι
  2. θα προαχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προάγομαι