πριμικίριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πριμικίριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πριμικήριος < λατινική primicerius[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾi.miˈci.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρι‐μι‐κί‐ρι‐ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπριμικίριος αρσενικό
- (εκκλησιαστικός όρος) τίτλος κληρικών της ορθόδοξης αλλά και καθολικής εκκλησίας
- (αξίωμα, ιστορία) τίτλος που κατείχαν αξιωματούχοι στο βυζαντινό ανάκτορο
Συγγενικά
επεξεργασία- (επώνυμα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πριμικίριος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πριμικίριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας